- ἐλπίσει
- ἐλπίζωhope foraor subj act 3rd sg (epic)ἐλπίζωhope forfut ind mid 2nd sgἐλπίζωhope forfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελπίδα — η (AM ἐλπίς) 1. η προσδοκία για κάτι καλό, το να περιμένει κανείς ότι κάτι ευχάριστο θα συμβεί (α. «δεν χάνω την ελπίδα μου» β. «έχω ελπίδες για κάτι» γ. «ῥαγεισῶν ἐλπίδων» αφού ναυάγησαν, δεν ευοδώθηκαν οι ελπίδες) 2. αυτός στον οποίο… … Dictionary of Greek
ελπιστός — ή, ό (Α ἐλπιστός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ελπίσει ότι θα γίνει, ο προσδοκώμενος … Dictionary of Greek
Βίτων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο γιους της Κυδίππης, ιέρειας της Ήρας (ο άλλος λεγόταν Κλέοβις). Ο Σόλων, όταν ρωτήθηκε από τον Κροίσο, τους χαρακτήρισε ως τους πιο ευτυχισμένους θνητούς μετά τον Τέλλο τον Αθηναίο, γιατί δέθηκαν στον ζυγό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
υπόσχομαι — υποσχέθηκα, υποσχεμένος 1. διαβεβαιώνω ότι θα πράξω κάτι, δίνω υπόσχεση, τάζω: Υποσχέθηκα στο παιδί να του πάω δώρο. 2. δίνω ελπίδες, κάνω κάποιον να ελπίσει: Ο νέος αυτός ζωγράφος υπόσχεται λαμπρό μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)